Ο Βορειοηπειρώτικος γάμος


Το πιο σπουδαίο και ευχάριστο γεγονός στη ζωή του Βορειοηπειρώτη, ο γάμος. Ο νιος και η νέα χαίρονται γιατί θα ενώσουν το βίο τους, θα χαρούν τον έρωτά τους και θα δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια και σπιτικό. Οι δε γονείς νιώθουν ευτυχείς να βλέπουν τα παιδιά τους μεγαλωμένα πια και το μόχθο της ζωής τους να τα μεγαλώσουν και να τα αναθρέψουν, να πραγματοποιείται και να κορυφώνεται με το σημαντικό αυτό χαρμόσυνο γεγονός. Τα παλαιότερα χρόνια στη Βόρειο Ήπειρο  ο γάμος, ηχαρά όπως συνήθως λέγονταν η γαμήλια τελετή, ήταν μια αιτία γιαδιασκέδαση και πλούσιο φαγοπότι.

Η μέρα της Χαράς ήταν η κορύφωσημιας διαδικασίας που άρχιζε με την ιδέα για σύζευξη των δύο νέων, τηνπρόταση και την απάντηση, τους αρραβώνες, την περίοδο τωναρραβώνων, μέχρι το γάμο. Εκείνα τα χρόνια τα παλαιά τα ήθη ήταναυστηρά και απαγόρευαν τη συνάντηση των νέων των δύο φύλων και τηνερωτική εξομολόγηση.

Οι γονείς είχαν τον πρώτο λόγο, ποια κοπέλα θαέκαναν νύφη του γιου τους ή ποιο αγόρι γαμπρό της κόρης τους, πάντα μετη συναίνεση και των νέων μελλονύμφων. Το μόνο που γνώριζαν οιμελλόνυμφοι ήταν η εξωτερική τους εμφάνιση. Είχαν δει ο ένας τον άλλονστον δρόμο, στη Βρύση του χωριού ή στο πανηγύρι.

Οι Βορειοηπειρώτες παλαιότερα παντρεύονταν σε πολύ νεαρή ηλικία. Τα αγόρια παντρεύονταναπό τα 20 μέχρι τα 25 χρόνια ενώ τα κορίτσια από 18 μέχρι 22 χρονών.
Και ήταν φυσικό για ένα κοινωνικό περιβάλλον που ο μέσος όρος ζωήςδεν ξεπερνούσε τα 60 χρόνια και ο πενηντάρης θεωρούνταν ήδη γέρος.

Μέχρι λοιπόν να παρθεί απόφαση, ένα παρασκήνιοδιαπραγματεύσεων μεσολαβούσε όπου η μεριά του υποψήφιου γαμπρούτόνιζε τα σπουδαία για εκείνους χαρακτηριστικά του αγοριού και η μεριάτης νύφης τα σπουδαία προσόντα του κοριτσιού. Οι συζητήσεις όμως δενπεριορίζονταν μόνο στα προσόντα των υποψήφιων μελλονύμφων. Λόγοςγίνονταν και για την περιουσία που θα έδινε ο πατέρας του γαμπρού στογιο του, που συνήθως ήταν χωράφια και ζωντανά καθώς και η μεριά τηςκοπέλας έκανε λόγο για τα πλούσια προικιά που θα συνόδευαν τημέλλουσα νύφη. Οι γονείς του αγοριού είχαν πρώτοι το λόγο να προτείνονστους γονείς του κοριτσιού και να εκφράσουν τη θέλησή τους, ότι θέλουννα πάρουν νύφη στο γιο τους, την κόρη τους.

Όταν όλα στο παρασκήνιοείχαν δρομολογηθεί εάν οι τροβαδούροι είχαν τελειώσει τη δουλειά τους,ο πατέρας του αγοριού πήγαινε στο σπίτι της μέλλουσας νύφης και έκανετην πρόταση στον πατέρα του κοριτσιού. Όταν η απάντηση ήταν θετικήκαι συμφωνούσεκαι η άλλη μεριά, τότε κανονίζονταν η μέρα τωναρραβώνων. Η τελετή του αρραβώνα γίνονταν σο σπίτι της κοπέλας. Οιγονείς της προετοίμαζαν ένα γεύμα ή ένα δείπνο και περίμεναν την άφιξητων συμπεθέρων.

Από τη μεριά του αγοριού θα πήγαιναν συνήθως πέντε ήεπτά άτομα, ίσως και περισσότεροι πάντα όμως σε μονό αριθμό όπωςόριζε το έθιμο. Ανάμεσα στους πολύ στενούς συγγενείς θα ήταν χωρίςάλλο ο γαμπρός και ο πατέρας του γαμπρού. Ο γαμπρόςθα έφερνε πολλάδώρα στη μέλλουσα σύζυγο κι αυτή με τη σειρά της θα έδινε δώρα σ'όλους αυτούς που τον συνόδευαν σ' αυτήν την τελετή των αρραβώνων. Ητελετήμετατρέπονταν σε γλέντι για τους παρευρισκόμενους, οι οποίοιχόρευαν και τραγουδούσαντραγούδια που ταίριαζαν στην περίπτωσηαυτή.

Σήμερα άσπρος ουρανός

Σήμερα άσπρος ουρανός, σήμερα άσπρη μέρα,
σήμερα, αρραβωνιάζεται αετός και περιστέρα,
η περιστέρα πλουμιστή κι ο αετός γραμμένος,
Στου αετού μας τα φτερά, δυο γράμματα γραμμένα,
στης περιστέρας τα φτερά, τα δυο κοντυλισμένα.
Κι αν τα ξηγήσει ο αετός, αυτός Θα τα κερδίσει,

κι αν τα ξηγήσουν και τα δυο, τα δυο θα τα κερδίσουν.

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε ροϊδιά μου ροϊδιά μου,
να φάμε και πιούμε μωρή ροδακινιά μου.
Μον' ήρθαμε για λόγιασμα ροϊδιά μου ροϊδιά μου,
για λόγιασμα της νύφης μωρή ροδακινιά μου.
Μας είπαν είναι όμορφη, ροϊδιά μου ροϊδιά μου
σαν ήλιος σαν φεγγάρι μωρή ροδακινιά μου.
Μας είπαν ειν' λεβέντισσα ροϊδιά μου ροϊδιά μου
και γαϊτανοφρυδούσα μωρή ροδακινιά μου.

Σαν κίνησε ο νιούτσικος

Σαν κίνησε ο νιούτσικος να πάει να αρραβωνιάσει,
ούτε τα ρούχα του έβαλε, ούτε και το ζωνάρι.
Κι η μάνα του του φώναζε κι η μάνα του του λέει:

Γύρισε ντυσ' τα ρούχα σου, ζώσε και το ζωνάρι
και σύρε να αρραβωνιαστείς την όμορφη κοπέλα.
Γύρεψε βόδια στο ζυγό γελάδια απ' την αγέλη,
μούλες, φοράδες κι άλογα και ασέλωτο μουλάρι.
Εκεί που πάνω μάνα μου εγώ ν' αρραβωνιάσω
ούτε για ρούχα με κοιτούν, ούτε και γιο. ζωνάρι
εκεί τηράν το. νιάτα μου, τηρούν τη λεβεντιά μου
κι εγώ τα πλούσια προικιά, το νου μου δεν τα έχω,
τον έχω για της λυγερής τα μάτια και τα φρύδια.

Η περίοδος από τον αρραβώνα και μέχρι το γάμο διαρκούσε κάποιουςμήνες αλλά δεν έπρεπε να ξεπερνά το χρόνο. Αυτή η περίοδος ήτανχρόνος γνωριμίας των χαρακτήρων και των ελαττωμάτων τωνμελλόνυμφων. Από την ημέρα των αρραβώνων και στο εξής ομέλλονταςγαμπρός είχε το δικαίωμα να επισκέπτεται τη μέλλουσα νύφη στο σπίτιτης και να συζητούν για το μελλοντικό κοινό βίο τους. Αυτές οισυναντήσεις γίνονταν κάτω από τηναυστηρή επίβλεψη της μητέρας τουκοριτσιού και σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέποντανχειρονομίες καιτρυφερότητες.

Την περίοδο του αρραβώνα οι μελλόνυμφοι γνωρίζοντανκαλύτερα και δυνάμωναν περισσότερο τη σχέση τους. Κάποιες φορέςόμως διαπιστώνονταν το ασυμβίβαστο των χαρακτήρων και τότε λύνονταν(χαλούσε) ο αρραβώνας.

Κατά την περίοδο του αρραβώνα η νύφηπροετοίμαζε εντατικά τα προικιά της, και προσπαθούσε μέχρι την ημέρατου γάμου να είναι όλα έτοιμα. Η μέρα του γάμου κανονίζονταν μεσυνεννόηση των γονέων των μελλονύμφων και γίνονταν κατ' αρχάςπροφορικά γνωστή σε συγγενείς και φίλους και όλοι περίμεναν με χαρά τογαμήλιογλέντι  του κοριτσιού και σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπονταν χειρονομίες καιτρυφερότητες. Την περίοδο του αρραβώνα οι μελλόνυμφοι γνωρίζοντανκαλύτερα και δυνάμωναν περισσότερο τη σχέση τους. Κάποιες φορέςόμως διαπιστώνονταν το ασυμβίβαστο των χαρακτήρων και τότε λύνονταν(χαλούσε) ο αρραβώνας. Κατά την περίοδο του αρραβώνα η νύφηπροετοίμαζε εντατικά τα προικιά της, και προσπαθούσε μέχρι την ημέρατου γάμου να είναι όλα έτοιμα. Η μέρα του γάμου κανονίζονταν μεσυνεννόηση των γονέων των μελλονύμφων και γίνονταν κατ' αρχάςπροφορικά γνωστή σε συγγενείς και φίλους και όλοιπερίμεναν με χαρά τογαμήλιο γλέντι.

 Η μέρα του γάμου κανονίζονταν πάντα μέρα Κυριακή. Δεν γίνοντανγάμος την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθώς και σε χρόνοδίσεκτο. Ένας γάμος μια βδομάδα, έλεγαν παλιά στη Σμίνετση. Οιπροετοιμασίες άρχιζαν από την Πέμπτη που πιάνονταν τα προζύμια για τατσουρέκια και τα κουλούρια της Γαμήλιας Τελετής. Στο σπίτι της νύφης,τα προζύμια πιάνονταν από τη νύφη, βοηθούμενη από τη μητέρα και τιςφίλες της και έλεγαν το τραγούδι:

Έλα Χριστέ και Παναγιά, με το Μονογενή Σου

στη σκάφη που ζυμώνουμε να δώκεις την ευχή Σου,

να γένει το ψωμί καλό, να φαν οι καλεσμένοι.

Της (τάδε) οι φίλες σήμερα, ψηλά ανασκουμπωμένες

αλεύρι κοσκινίζουνε, προζύμι για να γένει.

Χλίο θέλει το νερό, κι αφράτο το προζύμι

κι η κόρη που το ανάπακε, νάχει τους δυο γονείς της.

- Δώσ' την ευχή μανούλα μου, στα πρώτα μου προζύμια.

Ευχή σου δίνω κόρη μου, να ασπρίσεις να γεράσεις νακάμεις γιους λειτουργιές,κόρες μαργαριτάρια και ξέχωραμια λυγερή σαν ήλιο, σαν φεγγάρι.

Την Παρασκευή γίνονταν τα καλέσματα (προσκλητήρια) που ταμοίραζαν στα σπίτια των καλεσμένων νεαροί έφηβοι συγγενείς τουγαμπρού και της νύφης. Παλαιότερα μαζί μετο χαρτάκι- κάλεσμα,συνήθιζαν να στέλνουν στον καλεσμένο και δύο μήλα, ρόιδα ήκυδώνιαπου συμβόλιζαν τους δύο μελλόνυμφους.

Στη Βόρεια Ήπειροπαλαιότερα που ταΧωριά  ήταν μικράκαλούσαν στογάμο όλους τουςκατοίκους. Αργότερα όταν ταΧωριά  πλήθυναν, καλούσανμόνο συγγενείς και φίλους.

Την Παρασκευή οι συγγενείς γυναίκες τουγαμπρού και της νύφης, έφερναν τα ξύλα ταοποία θα καίγονταν για ναμαγειρευτούν τα φαγητά του γάμου. Τα «επιτελεία» των δύο πλευρώνεργάζονταν πυρετωδώς για να κανονίσουν με κάθε λεπτομέρεια τηδιεξαγωγή της γαμήλιας τελετής όπως τα έθιμα όριζαν.
Δουλειά είχαν και οι καλεσμένοι που κανόνιζαν τις δουλειές τους για ναείναι ελεύθεροι αυτή τη μέρα του γάμου αλλά και τα δώρα που θαπροσκομούσαν.

Το Σάββατο ετοίμαζαν τα κρέατα που θακαταναλώνονταν στο γάμο και στο σπίτι τουγαμπρού στόλιζαν τομπαριάκι (λάβαρο), το οποίο το έστηναν σ' ένα εμφανές σημείο νακυματίζει. Το μπαριάκι ήταν ένα πλουμιστό μαντήλι το οποίο δένονταν σ'ένα κοντάρι πουτελείωνε με σταυρό. Πάνω στο σταυρό κάρφωναν τρίαμήλα ή πορτοκάλια. Το μπαριάκι τοέφτιαχναν οι φίλοι του γαμπρού καιτραγουδούσαν.

Ποιος αρματώνει φλάμπουρο, με ρόιδα, με ρόιδα.
Με ρόιδα και με μήλα και με ευχή πατέρα.
Και ποιος μας το στολίζει, με ρόιδα, με ρόιδα.
Με ρόιδα και με μήλα και την ευχή της μάνας.

Του (τάδε) είν' το φλάμπουρο με ρόιδα, με ρόιδα.
Με ρόιδα και με μήλο. και με ευχή πατέρα.
Της (τάδε) τα στολίδια με ρόιδα, με ρόδια
Με ρόιδα και με μήλα και την ευχή της μάνας.

Τα σπίτια, δρόμοι, οι αυλές έπρεπε να είναι όλα καθαρά και ασπρισμένα. Γι`αυτό κάνουν λόγο και οι παρακάτω στίχοι του τραγουδιού:

Όλη τούτην εβδομάδα, τουκαλού γαμπρού η μάνα
Όλο δρόμους καθαρίζει και με ρόδα τους ραντίζει
να διαβεί ο γαμπρός και η νύφη.
Να διαβούν οι συμπέθεροι
να διαβεί ο κόσμος όλος.

Σύμφωνα με το έθιμο η αυλόπορτα του σπιτιού του γαμπρού στολίζονταν με δάφνες. Κι έτσι ασχολούμενοι με τις πολλές δουλειές, χωρίς να το καταλάβουν οι άνθρωποι, έφτανε η Κυριακή του γάμου.

Από το πρωί έφταναν οι καλεσμένοι με τα δώρα τους, τα οποία ήταν κρέατα, κρασιά,τσουρέκια, πίτες κ.ά. Στο γαμπρό πήγαιναν κρέατα και τσουρέκια, ενώ στη νύφη, πίτες και τσουρέκια. Αργότερα αντικαταστάθηκαν με διάφορα αντικείμενα οικιακού εξοπλισμού ή λεφτά.
Οι προσερχόμενοι εύχονται: - «Να ζήσουν τα παιδιά, να προκόψουν και καλούςαπογόνους» - Η τελετή της στέψεως, τα στέφανα όπως τα έλεγαν, γίνονταν πάντα στην εκκλησία. Πρωτού σχηματιστεί η γαμήλια πομπή ετοίμαζαν το γαμπρό και τη νύφη, τους αρμάτωναν όπως έλεγαν, τους φορούσαν τα γαμπριάτικα και τα νυφιάτικα. Ο γαμπρός ξυρίζονταν λίγο πριν ξεκινήσουν για το σπίτι της νύφης και την εκκλησία. Ιδού και το ρητό: «Στον πάτο ξυρίζουν το γαμπρό». Το γαμπρό τον ξύριζαν και τονέφτιαχναν οι φίλοι του τραγουδώντας τους παρακάτω στίχους:

Αργυρό μου μρπίκι και μαλαματένιο,
ρ ιχν' αγάλι –αγάλι, στουγαμπρού το κεφάλι
λέρα μην αφήσεις και τον ασχημύνεις,
και τον ασχημύνεις στα πεθερικά του.
Αργυρό ξυράφι και μαλαματένιο
Τράβα 'γάλι - 'γάλι στου γαμπρού το κεφάλι
Τρίχα μην αφήνεις και τον ασχημύνεις,
και τον ασχημύνεις στα πεθερικά του.

Το ίδιο γίνονταν και στο σπίτι της νύφης όπου οι φίλες της τηνέφτιαχναν και τη στόλιζαν τραγουδώντας.

Νύφη αρμάτωνα, και νύφη αρματώνω,

βάζω τα ρούχα της, να ζήσει να προκόψει

και τα χρυσαφικά της να ζήσει να γεράσει.
Νύφη αρμάτωνα και νύφη αρματώνω,
της  βάζω την ποδιά της να ζήσει να προκόψει
της βάζω το τσεμπέρι να ζήσει αν γεράσει.
Νύφη αρμάτωνα και νύφη αρματώνω
τα γκρέπια της της βάζω να ζήσει να προκόψει
της βάζω τα παπούτσι να ζήσει να γεράσει.

Η νύφη φορούσε παραδοσιακή στολή τσάμικη ή των Ριζών (Δροβιανίτικα) (αναφερόμαστε στα έθιμα των Ριζών) . Στο κεφάλι φορούσε κόκκινο πλουμιστό μαντήλι μεκλόσια, δεμένοτσεμπέρι, ενώ τις πλεξίδες των μαλλιών τις έδεναν πολύχρωμες κορδέλες στο στήθος κρεμούσε τα γκρέπια και μπροστά στημέση τις ζάβες. Πάνω από το τσεμπέρι στο κεφάλι έριχνε ένα μαντήλι τοοποίο ήταν διαφανές και κάλυπτε το πρόσωπο. Αυτή η καλύπτρα λέγοντανμπούλα. Η νύφη θα ήταν μπουλομένη μέχρι ταμεσάνυχτα που θα άρχιζε οχορός στο σπίτι του γαμπρού. Θα την τραβούσε μόνο στηνεκκλησία γιατη στέψη. Τα μεσάνυχτα λοιπόν όταν θα σηκώνονταν στο χορό ο γαμπρόςτραβούσε τη μπούλα και οι παρευρισκόμενοι έβλεπαν το πρόσωπο τηςνύφης. Η νύφημέχρι εκείνη τη στιγμή έπρεπε να καμαρώνει, δηλαδή νακρατεί το βλέμμα χαμηλά στοέδαφος και να μην πολυμιλάει.

Το μεσημέρι σχηματίζονταν η γαμήλια πομπή που ξεκινούσε από τοσπίτι του γαμπρού για το σπίτι της νύφης και την εκκλησία. Σ' αυτήν τηνπομπή μπορούσαν να πάρουν μέρος όλοι οι καλεσμένοι του γαμπρού.
Προπορεύονταν το μπαριάκι που το κρατούσαν νεαρά αγόρια και κοντάτου πήγαινε ο γαμπρός υποβασταζόμενος τιμητικά από το βλάμη καιακολουθούσαν οι υπόλοιποικαλεσμένοι. Όταν η νύφη ήταν από μακρινόχωριό πήγαιναν καβάλα στα άλογα. Για τη νύφη προορίζονταν άσπροάλογο να ιππεύσει στη διαδρομή για το σπίτι του γαμπρού. Στη διαδρομήγια το σπίτι της νύφης στο άσπρο άλογο έβαζαν καβάλα ένα έφηβοαγοράκι πιστεύοντας ότι έτσι η νύφη θα γεννούσε αγόρια τόσο ποθητάσύμφωνα με την τότεαντίληψη στην Ήπειρο. Η πομπήκατά διαστήματα σταματούσε την πορεία λέγονταςδιάφορα τραγούδια:

Πεντακόσιοι συμπεθέροι, πάνουν για να πάρουν νύφη
με τετρακόσια, όργανα, μ' εξήντα δυο ντουφέκια.
Όλοι ντυμένοι στο χακί, όλοι καβαλαραίοι.
Η νύφη στα μεταξωτά, ο γαμπρός στα βελουδένια.
Καθ' οδόν για το σπίτι της νύφης και στην επιστροφή πυροβολούσαν συνέχεια στον αέρα με τα όπλα. Όταν οι συμπεθέροι του γαμπρού ζύγωναν στην αυλή του σπιτιού της νύφης ο χορός άναβε για τα καλά. Η νύφη χόρευε πρώτη στο χορό με όλες τις φίλες της να την ακολουθούν, λέγοντας τραγούδια που τόνιζαν την ομορφιά της αλλά και τα προσόντα του γαμπρού.

Πως μας το 'καμες με πλάνο,
μωρέ (τάδε) καπετάνο,
και μας πήρες την κοπέλα,
την καλή και τον αθέρα.
Κλαίει η μάνα της για εκείνη
Κι όλο λέει δεν τη δίνει.
Πως μας το 'καμες με πλάνο
γεια σου (τάδε) καπετάνο,
και μας πήρες την κοπέλα,
την καλή και τον αθέρα,
Κλαίει πατέρας της για εκείνη
κι όλο λέει δεν την δίνει.
Σ' όσους γάμους κι αν επήγα
τέτοια νιόγαμπρα δεν είδα
Να 'ναι η νύφη τρυγονάκι
κι ο γαμπρός περιστεράκι
Μεσ' στης νύφης το τσεμπέρι
τρία γράμματα γραμμένα.
Ποιος θα τα πρωτοδιαβάσει
με τη νύφη Θα ανταμώσει.
Ο γαμπρός τα διάβασε
Με τη νύφη αντάμωσε.
Η παραμονή στο σπίτι της νύφης ήταν σύντομη. Αφού έπιναν ένα ποτό, εύχονταν τους γονείς της νύφης και έλεγαν και κάποια τραγούδια, ξεκινούσαν για την εκκλησία. Ο δρόμος της επιστροφής στο σπίτι του γαμπρού, δεν έπρεπε να είναι ο ίδιος, έπρεπε να σταυρώσουν όπως έλεγαν, γιατί αυτό το θεωρούσαν καλό. Όταν ξεκινούσαν να φύγουνε από το σπίτι της νύφης οι συμπεθέροι του γαμπρού έπαιρναν το τραγούδι:
Θέλεις νύφη και δεν θέλεις,
εμείς θα σε πάρουμε.
Και οι συμπεθέροι της νύφης απαντούσαν τραγουδώντας:
Με παντρεύουν οι γονείς μου
με στανιό δεν έρχομαι.
Για να πάρουν τα προικιά της νύφης ο γαμπρός έπρεπε να «ασημώσει» το μικρό αγοράκι που κάθονταν πάνω στα κλινοσκεπάσματα που ήταν στοιβαγμένα πάνω στο σεντούκι της νύφης όπως όριζε το έθιμο.
Μαζί με τους καλεσμένους της νύφης η πομπή γίνονταν πιο μεγάλη και τραγουδώντας κατευθύνονταν προς την εκκλησία όπου γίνονταν η στέψη (τα στέφανα). Όταν οι νεόνυμφοι έμπαιναν στο Ναό για τη στέψη οι παρευρισκόμενοι τραγουδούσαν:
Εκκλησιά μου κουκλωτή,
κουκλωτή καμαρωτή,
όπως δέχεσαι κεριά,
δέζου και τα νιόγαμπρα.
Άνοιξε τις πόρτες σον,
και τις πορτοπουλες σου,
για να μπουν τα νιόγαμπρα
και τα νιοστεφάνωτα.
Για κουλούρια στέψης, στη Σμίνετση παλιά μεταχειρίζονταν κλαδιά από κλήμα. Μετά την τελετή της στέψης οι παρευρισκόμενοι έστηναν το χορό στο κοινό προαύλιο της εκκλησίας και του Δημοτικού Σχολείου ή στο Χοροστάσι, που διαρκούσε μέχρι και δύο ώρες. Μετά τραγουδώντας έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι του γαμπρού. Μέχρι την εκκλησία και το κέντρο του χωριού ακολουθούσαν όλοι οι καλεσμένοι της νύφης. Από 'δω
και πέρα στο σπίτι του γαμπρού θα πήγαιναν μόνον αυτοί που ήταν κανονισμένοι από τον πατέρα της νύφης. Αυτοί ονομάζονταν μπουκουτζήδες και έπρεπε να 'ναι σε μονό αριθμό, σύμφωνα με το έθιμο.
Οι γονείς της νύφης, η συνήθεια το 'θελε, να μην ακολουθούν την κόρη τους στο σπίτι του γαμπρού την ημέρα του γάμου. Όταν η γαμήλια πομπή έφτανε κοντά στο σπίτι του γαμπρού έπαιρναν το τραγούδι:
Τρέχουν τα νερά, τρέχουν οι βρύσες
Τρέχουν τα παιδιά να ιδούν τη νύφη
Τρέχουν τα αρχοντόπουλα, να τη ρωτήσουν:
Νύφη τι έφερες του πεθερού σου;
Νύφη τι έφερες της πεθεράς σου;
Τσεργοσέντουκο γεμάτο ρούχα.
Για γάλι νύφη γάλι, για γάλι κι απογάλι!
Μαζεύοντας μανούσια, ρόδα και μαργαρίτες!
Να πας του πεθερού σου, να πας της πεθεράς σου,
να σε φωνάξουν νύφη, κι αρχοντοντοθυγατέρα!

Όταν η πομπή έφτανε στην αυλή του σπιτιού του γαμπρού οι παρευρισκόμενοι τραγουδούσαν:

Ρίξε τη νύφη την κουλούρα,
τι μας έπιασε λιγούρα.
Το ρίξιμο της κουλούρας ήταν κάτι παρόμοιο με το ρίξιμο σήμερα της ανθοδέσμης. Μετά η νύφη μοίραζε κουλουράκια και καραμέλες στα μικρά παιδιά. Όταν το ζεύγος με τους συμπεθέρους έφταναν στην είσοδο του σπιτιού αντηχούσε το τραγούδι:
Έβγα πεθερά στη σκάλα,
με το μέλι με το γάλα,
Ρίξε ρύζι να ριζώσει
και σιτάρι να προκόψει
κι αν δεν πέσει στο ριζάρι
θα πέσει μέσ' το κλωνάρι.
Η μάνα του γαμπρού έβγαινε στη σκάλα του σπιτιού και έριχνε ρύζι στους νεόνυμφους όπως όριζε το έθιμο. Μετά οι γονείς του γαμπρού έπαιρναν τη νύφη από το χέρι και την οδηγούσαν στο εσωτερικό του σπιτιού φροντίζοντας να περάσει το κατώφλι με το δεξί της πόδι. Όταν η νύφη έμπαινε μέσα στο σπίτι οι γυναίκες που την περιτριγύριζαν τραγουδούσαν:
Μέσα 'δω μωρ' πέρδικα μου
μέσα 'δω να ζεπουλιάσεις,
και να ασπρίσεις να γεράσεις.
Αστραπές, βροντές κι αν 'κούσεις
Τα πουλιά σου μην αφήσεις.
Οι απλοί αυτοί στίχοι μέσα τους έκρυβαν μεγάλη σοφία. Στη ζωή θα συνέβαιναν διάφορες δυσκολίες και προβλήματα. Η καλή μητέρα και σύζυγος έπρεπε να παλέψει και να τα ξεπεράσει και όχι να παραιτηθεί από τον αγώνα για τη ζωή και την οικογένεια.
Το δείπνο της Χαράς στρώνονταν στο μεγαλύτερο και πιο περιποιημένο δωμάτιο του σπιτιού, στον οντά. Από τη μια μεριά του οντά λάμβαναν θέση και κάθονταν οι καλεσμένοι του γαμπρού και από την άλλη οι κρούσκοι, οι καλεσμένοι της νύφης. Στην κορυφή του οντά έβαζαν τους νεόνυμφους το ψίκι όπως συνήθως τους ονόμαζαν στα μέρη μας. Κοντά στη νύφη κάθονταν μια συγγενής της, ηλικιωμένη γυναίκα, συνήθως κάποια θεία της ή μεγαλύτερη αδερφή.
Ο πατέρας του γαμπρού με το ποτήρι στο χέρι έπαιρνε το λόγο και ευχαριστούσε όλους τους παρευρισκόμενους που τον τίμησαν με τη συμμετοχή τους στο γάμο του γιου του. Μετά τσούγκριζε το ποτήρι με όλους όσους βρίσκονταν στο τραπέζι, αρχίζοντας από το μεγαλύτερο της συνοδείας της νύφης, τον αρχικρούσκο. Αυτοί του εύχονταν «Να του ζήσουν και να του προκόψουν τα παιδιά» κι αυτός από μεριά του, τους εύχονταν για τα δικά τους παιδιά, ενώ στους ανύπαντρους εύχονταν να βρουν γρήγορα το ταίρι τους και να γλεντήσουνε στο γάμο τους. Μετά άρχιζε το φαγοπότι και το επιτραπέζιο γλέντι. Το πρώτο τραγούδι το έπαιρνε η μεριά του γαμπρού και ήταν το «Καλώς ορίσατε» για τους συμπεθέρους της νύφης:
Φίλοι ω μωρέ φίλοι, καλώς ορίσατε
φίλοι και συμπεθέροι σε τούτο το τραπέζι.
Και οι συμπεθέροι από τη μεριά της νύφης απαντούσαν:
Καλώς μωρέ καλ.ώς, καλώς σας βρήκαμε
Φίλοι και συμπεθέροι σε τούτο το τραπέζι.
και συνέχιζαν:
Καλώς όπου τον ήβραμε, τούτον το νοικοκύρη,
με το καλ.ό του το ρακί, με τους καλούς μεζέδες,
με τα καλά του τα φαγιά, με τα γλυκά του λόγια.
Σε τούτο σπίτι που 'ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
και ο νοικοκύρης του σπιτιού πολλά χρόνια να ζήσει.
Να ζήσει χρόνους εκατό και να τους περάσει
να μην του λείπει τίποτα, εδώ στα' αρχοντικό του.
Και το γλέντι συνέχιζε. Λέγονταν τραγούδια του γάμου και της χαράς, τραγούδια του έρωτα και της αγάπης, πατριωτικά της ξενιτιάς, κ.ά.
Οι στίχοι των τραγουδιών επαναλαμβάνονταν δύο φορές, μια φορά τους έλεγε η μεριά του γαμπρού και τους επαναλάμβανε η μεριά της νύφης και αντίστροφα. Όταν τελείωνε ένα τραγούδι η μεριά που το είχε πάρει στο τέλος έλεγε τα λόγια:
Μωρ' με γεια σας με χαρά σας
το τραγούδι στη μεριά σας.
Και η άλλη μεριά απαντούσε:
Πολύ σας ευχαριστούμε
και καλύτερο θα πούμε
Κι έπαιρναν ένα τραγούδι από την αστείρευτη κρήνη του δημοτικού τραγουδιού, αυτό που επέλεγαν. Παρακάτω θα παραθέσω κάποια από τα πιο σπουδαία που έμειναν στη μνήμη μου.
Στρουμούλω μου κι αμαν-αμά,
στουρμπούλω μου στ' αλώνι της.
Στρουμπούλω μου στ' αλ.ώνι της
κι έξω στο περιβόλι της.
Παλικαράκι κάθονταν και τη στρουμπούλω ρώταγε:
Σειούνται τα δέντρα, σειούνται Ζαχαρούλα
σειούνται και τα κλαριά,
σειέται και η Ζαχαρούλα, με τα ξανθά μαλλιά.
Τι έχεις Ζαχαρούλα που κάθεσαι και κλαις,
εμένα της μανούλας γιατί δεν μου το λες.
Στ ου παπά τρινγκερ τα ποτήρια,
στον παπά τα παραθύρια.
Στον παπά τα παραθύρια
κάθονταν όνο μαύρα φρύδια.
Νάχα 'γω τρίνγκερ τα ποτήρια,
Νάχα 'γω τα μαύρα φρύδια,
νάχα 'γω τα μαύρα φρύδια,
κι ο παπάς τα παραθύρια
Τι κακό έκανα ο καημένος
που με λεν όλοι φονιά,
μήνα σκότωσα κανέναν
μήνα φίλησα καμιά.
Κάπον εδώ στη γειτονιά μου
αγαπώ κι εγώ μια νια,
Το όνομά της δεν το ξέρω
Τούρκα είναι για Ρωμιά
πον 'χει τέτοια ομορφάδα
και τρελαίνει τα παιδιά.
Σερν' αγέρας πέφτουν τ' άνθη, και μυρίζει το τραπέζι
και μυρίζει το τραπέζι και μυριζ' ο γαμπρός μόσχο.
Και μυρίζουν τα λινά του, τα καλά φορέματά του.
Σερν' αγέρας πέφτουν τ' άνθη και μυριζ' η νύφη μόσχο
και μυρίζουν τα λινά της, τα καλά φορέματά της.
Σέρν' αγέρας πέφτουν τ' άνθη και μοσχοβολούν οι κρούσκοι.
Ένα άλλο καθιερωμένο έθιμο ήταν το Ντολί. Έπαιρναν ένα δίσκο με τρία ποτηράκια τα γέμιζαν ρακί και λέγοντας τις ευχές τα έπιναν μονοκοπανιά. Οι άλλοι τραγουδούσαν:
Το πίνει (ο τάδε) το ρακί, το πίνει, το πίνει,
και στάλα δεν αφήνει
Δώστου μια να πάει κάτω,
για να βρει η κορφή τον πάτο.

Το πρώτο ποτήρι το έπιναν εις υγείαν και ευτυχίαν των νεονύμφων.
Γεια τους, χαρά τους και βίβα τους, έλεγε αυτός που είχε τη σειρά να πιει το Ντολί και το «κοπανούσε».
Το δεύτερο ποτήρι, εις υγείαν του σπιτονοικοκύρη. Γεια του, χαρά του, και βίβα του, να του προκόψουν τα παιδιά.
Το τρίτο ποτήρι εις υγείαν όλων των παρευρισκομένων κρούσκων και συμπεθέρων. Γεια τους, χαρά τους και βίβα τους. Ότι εδώ και στα σπίτια τους.
Αφού τελείωνε τις τρεις ευχές κι έπινε τις Υγείες παράδινε το Ντολί στον επόμενο που αυτός επέλεγε με τη φράση: - (Τάδε) σε βρήκα.
Ευχαριστώ για την αγάπη σου. έλεγε ο άλλος. Μεσολαβούσε ένα τραγούδι και μετά είχε το λόγο ο επόμενος να πει τις ευχές και να πιει το Ντολί.
Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται,
κι ο νους μου από σένα δεν συμμαζώνεται.
Ο ήλιος βασιλεύει κάτω στα ρέματα
ότι κι αν λέει ο κόσμος, είν' όλα ψέματα.
Εσύ στο παραθύρι κι εγώ διαβαίνοντας,
ρίξε μου το μαντήλι, για νάρθω παίζοντας.
Βασιλικός στενόφυλλ.ος, με τα σαράντα φύλα
σαράντα σ' αγαπήσανε, (μόνος) εγώ σε πήρα.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών