Κοσσοβίτσα: ένα χωριό χωρισμένο στη μέση (vid)


-γραμμένο από τον Χρήστου Νιάκαρη 1964.

Η Κοσσοβίτσα ή Κοσιοβίτσα είναι ένα από τα πιο όμορφα χωριά της Δρόπολης. Είναι το νοτιότερο χωριό της Δρόπολης χτισμένο στους πρόποδες της Μουργκάνας κοντά στις πηγές του Ξεριά, παραπόταμο του Δρίνου, ανάμεσα σε βαθύσκιωτα οπωροφόρα δένδρα, τα οποία ποτίζονται από τα γάργαρα και κρύα νερά που βγαίνουν από τα τρίσβαθα σπλάχνα του βουνού. Και οι πλαγιές των γύρω βουνών είναι σκεπασμένες με πυκνά και αδιαπέραστα δάση, από έλατα, κουμαριές ρείκια και βελανιδιές, όπου ζουν και κινούνται ξένοιαστα αγριόγιδα, αγριοχοίροι και τσαλαπετινοί.
Βάση μαρτυριών προκύπτει πως η Κοσιοβίτσα ιδρύθηκε πριν από το 1361.
 

Η γλωσσική καταγωγή της λέξης Κοσιοβίτσα, δεν είναι εξακριβωμένη. Υπάρχουν εικασίες ότι ονομάστηκε μ' αυτό το όνομα, επειδή τα δάση της είναι γεμάτα κοτσύφια. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι η ονομασία της είναι κατάλοιπο της φραγκοκρατίας, και έχει σχέση με τους αγριόχοιρους που ευδοκιμούν στα δάση της. Μια τρίτη εκδοχή έχει να κάνει με την τούρκικη λέξη “κοσιέ”=γωνία, επειδή η Κοσιοβίτσα είναι χτισμένη σε μια γωνία περιορισμένη από τα βουνά.
 

Το γραφικό τούτο χωριό αποτελείται από δυο συνοικίες. Την κεντρική συνοικία του άγιου Γεωργίου και τη συνοικία Βατσουνιά. Η συνοικία Βατσουνιά αποχωρίστικε από την υπόλοιπη Κοσιοβίτσα το 1923. Ενσωματώθηκε με την Ελλάδα και αποτελεί από τότε ιδιαίτερο χωριό με το όνομα Αγία Μαρίνα. Το όνομα τούτο το πήρε από την ομώνυμη εκκλησία της την Αγία Μαρίνα.
 

Η ίδρυση της. 

Το έτος κατά το οποίο ιδρύθηκε η Κοσιοβίτσα δεν είναι γνωστό. Φαίνεται όμως, ότι είναι παλιό χωριό. Τούτο αποδεικνύεται από αρκετές μαρτυρίες: 

α) Το αναφέρει ο Δεσπότης Συμεών Παλαιολόγος ο Σέρβος στο χρυσόβουλο που έστειλε το 1361 μ.Χ. στον "σύντεκνον της βασιλείας του Κοντόσταυλον, Κύριον Ιωάννην Τσάφα Ούρσινον Δούκαν", στον οποίων αναγνωρίζει δικαιώματα επί διαφόρων χωριών, ανάμεσα στα οποία είναι "η Σωτήρα και η Κόσσοβα", δηλαδή η σημερινή Κοσιοβίτσα και η γειτονική Σωτήρα.
β) Κατά την πρώτη απογραφή που έκαμαν οι Τούρκοι στην Ήπειρο το 1431, γράφουν ότι η Κοσιοβίτσα, "που είχε άλλοτε 15 οικογένειες", την ημέρα της απογραφής την ηύραν διαλυμένη. Οι κάτοικοι της δηλαδή είχαν διασκορπιστεί. Φαίνεται πολεμικά γεγονότα που η τοπική ιστορία και παράδοση δεν μας διέσωσαν, ανάγκασαν τους Κοσιοβιτσινούς να διασκορπιστούν προσωρινά.
γ) Στην παλιά τρίφυλλη ξύλινη πλάκα του Μοναστηρίου Δρυάνου, που είναι χτισμένο ανάμεσα στα χωριά Βουλιαράτη, Δρόβιανη και Ζερβάτη, επάνω στην οποία οι καλόγεροι έγραφαν τους δωρητές, αναγράφονται και δωρητές από την Κοσιοβίτσα.
δ) Στις τοιχογραφίες του τρούλου της εκκλησίας του Μοναστηρίου διακρίνεται μέχρι σήμερα η χρονολογία 1468. .
 

Μας χώρισαν οι καταραμένοι

Στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο οι μεγάλες δυνάμεις, οι "ισχυροί" του κόσμου, έκοβαν κι έραβαν τις τύχες των μικρών λαών. Αυτό έκαναν και με τη δικιά μας τύχη. Μας ακρωτηρίασαν από τον εθνικό κορμό, την Ελλάδα την πατρίδα μας και μας προσάρτησαν στην Αλβανία, στις 17 Δεκεμβρίου 1913 με το καταραμένο:
 

Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας.
 

Σύμφωνα με την οροθετική γραμμή που προσδιορίζει αυτό του πρωτόκολλο διαβάζουμε:
"…εκ του σημείου C… καταβαίνει εις την κοιλάδα του Δρίνου και διαπερώσα τον ποταμόν, αναβαίνει, επί του λόφου Κακαβιά, χωρίου όπερ μένει εις την Αλβανίαν. Ακολουθεί αύθις την διανομήν των υδάτων, αφίνουσα την Βάλτισταν και Καστάννιανην εις την Ελλάδα, την δε Κοσιοβίτσα εις την Αλβανίαν και φθάνει εις Μουργκάνα…".
 

Δέκα χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1923 επιτροπή των μεγάλων δυνάμεων εμφανίστηκε στην Κοσιοβίτσα να βάλει τις πυραμίδες βάση αυτής της αποφασισμένης οροθετικής γραμμής.
Ο συγχωριανός μας Χρήστος Νιάκαρης που έζησε το γεγονός αυτό, γράφει στις αναμνήσεις του:
Στην κορφή στην Κοσιοβίτσα, απ' την Πάργα, αρχινάνε οι πυραμίδες, στην άκρη του χωριού μου, που χωρίζουν την σκλάβα πατρίδα από την ελεύθερη και μεγάλη πατρίδα, την Ελλάδα μας. Στην άκρη του χωριού είναι οι κολόνες αυτές. Πανωδρομίς στον κήπο του Πόλιου και πλάι στη Δελούδα είναι το Ελληνικό φυλάκιο με τους ασπρισμένους τοίχους του και τον κοντό με τα Ελληνικά χρώματα, τα χρώματα της παρηγοριάς και της ελπίδας των Κοσσοβιτσινών και όλων των Δροπολιτών και κατήδρομα στην άκρη του δρόμου, που πηγαίνει στην άλλη Κοσιοβίτσα , τη σημερινή Αγιο-Μαρίνα, είναι το Αλβανικό φυλάκιο με τα εθνικά χρώματα των Αρβανιτάδων.
 

Τον πικραμένο Αύγουστο του 1923 ήρθε στην Κοσιοβίτσα η Διεθνής Επιτροπή, για να χαράξει τα σύνορα της Αλβανίας. Την Κοσιοβίτσα για λόγους γεωγραφικούς την χώρισαν στη μέση. Μισή έμεινε στο Αρβανίτικο κι η άλλη μισή στην ελεύθερη Πατρίδα. Κείνες τις μέρες, που ήταν στο χωριό οι ξένοι αντιπρόσωποι, ήταν μαζί τους και ο αντιπρόσωπος της Ελλάδος, ο ταγματάρχης Καπετανάκης. Αυτός σαν είδε μέσα στο χωριό την ανησυχία των Κοσσοβιτσινών για το χωρισμό τους, άρχισε να τους καθησυχάζει, να μην προβούν σε εκδηλώσεις και να μη χτυπήσουν την καμπάνα γιατί έλεγε ο Καπετανάκης, "ως το Κάστρο το μέρος θα 'ναι Ελληνικό, κι αυτό που γίνεται τώρα είναι προσωρινό". 

Η επιτροπή είχε έρθει το βράδυ στο χωριό. Στο σούρουπο ο Δημογέροντας του χωριού, ο Βασίλης Μπόσδος ανέβηκε στο μεσοχώρι και με όλη του τη δύναμη φώναξε, να μη βγει κανένας έξω από το σπίτι του, ούτε τα γίδια να βγάλουν στους κοινοτικούς πιστικούς, αλλά να τ’ αφήσουν κλεισμένα μέσα. Γύριζε ο γέρο-Βασίλης Μπόσδος, ανέβαινε ψηλότερα, για να τον ακούσουν καλύτερα οι χωριανοί, ανέβηκε στ' αλώνι για ν' ακουστεί στον κάτω μαχαλά, γύριζε δεξιά προς του Παπαδόπουλου το σαράι, έστριψε προς το μεγάλο Πλάτανο - πέντε άνδρες ήθελαν να τον αγκαλιάσουν - και φώναζε προς τους Μουκαίους.
 

Σαν τέλειωσε ο γέρο-Βασίλης ο Μπόσδος και νέκρα εξαπλώθηκε στην Κοσιοβίτσα , ακούστηκαν στους δρόμους ποδοβολητά, ολόκληρο καραβάνι, με άλογα, φρουρούς και ορντινάντσες των μεγάλων, που ήρθανε σταλμένοι απ' την τρανή Ευρώπη και την Κίτρινη Ανατολή - γιατί ήτανε και Ιάπωνας μαζί τους, - με σκοπό και εντολή να μας σκλαβώσουν, να μας χωρίσουν απ' τα αδέλφια μας και να μας κάνουν με το στανιό Αρβανίτες. 

Οι καταραμένοι.
 

Το βράδυ εκείνο ο Ιταλός κατέλυσε στου Κωνσταντινίδη, ο Άγγλος στου Μούκα, ο Ιάπωνας στου Παπαδόπουλου το σαράι και ο Γάλλος στου Γιάννη Στόλη με σκοπούς στην πόρτα και πολλούς φρουρούς γιατί πρόσφατα είχαν σκοτώσει κοντά στην Αρίνιστα τον Τελίνι, πού 'θελε να βάλει το σύνορο πιο πέρα, ως το Δελβινάκι.
 

Οι Ιταλοί χαρτογράφοι και τοπογράφοι πήγαιναν πάντα πρώτοι. Πάντα με τους Αλβανούς συνέτρωγαν και συναναστρέφονταν και με τους Αρβανίτες ανέβηκαν ψηλά στο βουνό στις 11 το πρωί, για να χαράξουν το σύνορο, τετρακόσια μέτρα μακριά από το χωριό, στο εικόνισμα του Καλυβά, στο δρόμο που έρχεται από την Πάργα και κοντά στην πρώτη πηγή του Δρίνου. Έτσι η Κοσιοβίτσα χωρίστηκε στη μέση. Το μισό χωριό, το μεγαλύτερο, η καθαυτό Κοσιοβίτσα έμεινε στην Αρβανιτιά και το άλλο μισό χωριό, που ήταν ως τότε αγροτικές εγκαταστάσεις, έμεινε στην Ελλάδα και μετονομάσθηκε Αγία Μαρίνα. Μας χώρισαν οι τρισκατάρατοι στη μέση, μας χώρισαν από τα αδελφοξάδελφά μας, πού 'χαμε βαπτισθεί στην ίδια κολυμπήθρα, πούχαν θαφτεί οι πάπποι μας και οι πρόγονοί μας στο ίδιο νεκροταφείο και που ως τον πικραμένο εκείνο Αύγουστο του 1923, εκκλησιαζόμεθα και στην ίδια εκκλησιά.
 

Σαν μπήκαν οι κολόνες τον ολέθριο Αύγουστο του 1923, κάμποσο καιρό επικοινωνούσαν οι δυό μαχαλάδες της Κοσιοβίτσας χωρίς περιορισμό, τα γίδια στη βοσκή, οι καλλιέργειες στα χωράφια, η ξύλευση στο βουνό, η ταφή στο κοινό νεκροταφείο, τα παιδιά στο ίδιο σχολείο, σαν πάντα. Πέρασε λίγος καιρός και μια μέρα ήρθαν στο χωριό πέντε Αρβανίτες τζανταρμάδες, μα κανένας Κοσσοβιτσινός δεν ήξερε αρβανίτικα και δε μπορούσαν να συνεννοηθούν. Γι' αυτό έστειλαν και κάλεσαν έναν λοχία, που κατάγονταν από τους παλιούς Τούρκους της Βοστίνας (Πωγωνιανή), που ήξερε ρωμαίικα, για να κάμει το δραγουμάνο και να πει στους Κοσσοβιτσινούς, που τώρα άρχισαν να καταλαβαίνουν, ότι έμειναν στο Αρβανίτικο. Για πιο σκοπό ήρθαν και τι θέλουν να κάμουν οι αντιπρόσωποι του επισήμου κράτους. Τώρα άρχισαν και οι πρώτοι περιορισμοί στην επικοινωνία των δυό μαχαλάδων. Μόνο από τον κεντρικό δρόμο επέτρεπαν, να πήγαινε κανένας από τον ένα μαχαλά στον άλλο, όχι από άλλους δρόμους ή μονοπάτια, μόνο από του Καλυβά και με το "λέι καλέμι" στο χέρι, την άδεια δηλαδή. Η άδεια, το αρβανίτικο "λέι καλέμι" ήταν φύλλο μεταβάσεως και επιστροφής, που ίσχυε μόνο για 12 ώρες, άλλο που οι περισσότεροι Κοσιοβιτσινοί μπαινόβγαιναν στο Ρωμαίικο, όπως κι άλλοι Δροπολίτες τόσκαγαν εύκολα, γιατί όλα τα ρουμάνια ήταν αφύλαχτα - που να πρωτοφυλάξουν οι τρεις τέσσερις ξυπόλυτοι και αγράμματοι αρβανιτάδες όλη τη γραμμή - γιατί δεν είχαν βγει τότες οι παγίδες θανάτου, οι σημερινές χειροβομβίδες και τα φοβερά ναρκοπέδια και τα μεγάλα σκυλιά, που δεν αφήνουν ούτε κουνούπι να περάσει πια.
 

Σαν καλομπήκανε στην Κοσιοβίτσα οι αρβανίτικες αρχές, εφέρονταν στην αρχή όλο και με το μαλακό, δεν έκαναν σε κανένα παρατήρηση, που πήγαινε, που γύριζε, αν μπήκε στο Ελληνικό και αν έφερε τίποτε μέσα για το σπίτι του, όλα ελεύθερα και καλά. Σιγά-σιγά όμως τα πράγματα άρχισαν να στενεύουν και να σκληραίνει η κατάσταση. Αλλά να πούμε και του στραβού το δίκιο -είχαν δίκιο οι έρμοι οι αρβανίτες, γιατί έβλεπαν, ότι γίνονταν μεγάλη κοντραμπάντα (λαθρεμπόριο) που άρχιζε στην Κοσιοβίτσα και τελείωνε… στο Τεπελένι, γι' αυτό και στείλανε για τελώνη το Ζενέλη, να κοιτάζει δεξιά και ζερβιά για την κοντραμπάντα, να προσέχει να αυγατήσει τα έσοδα του αρβανίτικου μονοπωλίου. Που όμως να τα καταφέρει ο Ζενέλης. Αυτός δεν ήταν άξιος για τέτοια πράγματα. Ήταν παλιός λήσταρχος, από αυτούς που μαστίζονταν τα χρόνια εκείνα όλη η Νότια Αλβανία και αλλού είχε το νου του ο φοβερός τελώνης. Τον θυμάμαι σαν τώρα το Ζενέλη, να περπατάει κορδωτά-κορδωτά, με τον άσπρο και λιγδιασμένο του σκούφο, με το ρολόι με τη χρυσή καδένα και με ένα μαχαίρι περασμένο μέσα στη γκέτα του, σα σημάδι της παλιάς του παλικαριάς και του παλιού του επαγγέλματος. Το νέο κράτος τον αμνήστευσε και του έδωσε τη θέση του τελώνη στην Κοσιοβίτσα μας. Ήξερε καλά τα ελληνικά ο Ζενέλης. Γι' αυτό και του άρεσε στο μεσοχώρι του χωριού μας να κάθεται με τους Κοσσοβιτσινούς και να μιλάει μ' αυτούς για τις παλιές του φυλακίσεις, φόνους, ληστείες και το επάγγελμα που έμαθε στις φυλακές, να φκιάνει τριαντάφυλλα χάρτινα.
 

Με τον καιρό όλο και σφίγγαν τα πράματα. Έρχονταν οι σημερινοί γέρο Αγιομαρινιώτες στην εκκλησιά, για να λειτουργηθούν, στα μαγαζιά να παίξουν σκαμπίλι και τζίγκι, για τα βαφτίσια, για τους γάμους, για το θάψιμο των νεκρών στον ΄Αϊ Νικόλα, έπαιρναν τα εξαπτέρυγα (δώρο της Αδελφότητας Κοσσοβιτσινών Κωνσταντινουπόλεως) και το νεκροκρέββατο για να θάψουν το νεκρό στον Άη Νικόλα και όλο εμπόδια βρήσκαν από τους αρβανιτάδες. Και μονάχα στις κηδείες τους άφηναν να περνούν κάπως λεύτερα, αλλά πρώτα μετρούσαν πόσοι έμπαιναν από το ρωμαίικο, από την Ελληνική Κοσιοβίτσα , την Αγία Μαρίνα στην πραγματική Κοσιοβίτσα που την έλεγαν οι Κοσιοβιτσινοί: Βατσουνιά, όταν ήταν ενωμένοι, και ύστερα από την κηδεία ήτανε υποχρεωμένοι να ξαναμετρήσουν πόσοι θα φύγουν και πάλι για το Ελληνικό. Μια φορά, θυμάμαι, σε κάποια κηδεία, ήρθαν από την Άγια Μαρίνα 43 νομάτοι να συνοδέψουν το νεκρό. Σαν τέλειωσε το θάψιμο και έπρεπε να ξαναφύγουν, βγήκαν στην κορφή οι Αρβανίτες και πρώτος-πρώτος ο Ζενέλης, ο τελώνης να μετρήσει πόσα κεφάλια θα ξανάφευγαν. Αλλά τι έγινε! Μια γυναίκα νιόπαντρη, θέλησε το βράδυ εκείνο να μείνει στη μητέρα της στην Κοσιοβίτσα , αλλά δεν είπε σε κανένα, ότι θέλει να μείνει στην Κοσιοβίτσα και σαν ξεκίνησε το άλλο καραβάνι για το ρωμαίικο, οι Αρβανίτες μετρούσαν και τους έλειπε ένας από τους 43, τους έβγαζαν 42, τους ξαναμετρούσαν, πάλι το ίδιο, κι άρχισαν τώρα να γινατεύουν και να φωνάζουν στο καραβάνι, που έφευγε για το ρωμαίικο. -Που είναι μωρέ, ένα άνθρωπο; Κι οι Κοσιοβιτσινοί, που έφευγαν του απαντούσαν: "Δεν λείπει κανένας αγά μου, ίσως να μέτρησες και τον πεθαμένο και τώρα σου λείπει". Αλλά ήτανε καλός ο έρμος ο αγάς και τους απαντά.- Ά, μωρέ, για μεθυσμένο με περάσατε, εγώ το βράδυ πίνω το ρακί στου Γιώτη το μαγαζί, τώρα δεν ήπια το μαύρο ίτσιου.
 

Όσο να γίνει η Βατσουνιά Ελληνική κοινότητα με το καινούργιο όνομα Άγια Μαρίνα, επέρασε κάμποσος καιρός, γιατί άργησε να 'ρθει η διαταγή από τα Γιάννενα. Στο μεταξύ αυτό το σχολείο μεταφέρθηκε από την καθαυτού Κοσιοβίτσα στο νέο χωριό και στεγάστηκε στο σπίτι του Δερδεμέζη. Οι δάσκαλοι από την Κοσιοβίτσα έφυγαν και προτίμησαν τον Ελληνικόν μαχαλά, όπως και τα μαθητούρια του χωριού μου, γιατί τους φαίνονταν καλύτερα και δεν θα σκιάζονταν τους αρβανιτάδες."

Χρήστος Κάτσης

Σχόλια