Ανίερος πόλεμος της Αλβανίας στην ελληνική ομογένεια


Οργανωμένο σχέδιο αφανισμού του ορθόδοξου στοιχείου στη Βόρειο Ηπειρο από τις αλβανικές Αρχές καταγγέλλει η Ομογένεια.

Δεν είναι μονάχα οι κατεδαφίσεις σπιτιών στη Χειμάρρα στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση του Εντι Ράμα με πρόσχημα την ανάπλαση της περιοχής, είναι και οι ενέργειες, όπως καταγγέλλεται, που στόχο έχουν τη «δήμευση ξένης ιδιοκτησίας προκειμένου να ελέγχει τους ορθόδοξους ναούς».

Το θέμα έχει λάβει διαστάσεις στους κόλπους των ορθοδόξων που ζουν, όπως λένε στον «Ε.Τ.» της Κυριακής, κάτω από καθεστώς τρομοκρατίας εξαιτίας των συνεχών «προκλήσεων» από την πλευρά του αλβανικού κράτους.
Μάλιστα, σύμφωνα με ομογενειακές ιστοσελίδες (όπως ο tachydromos.org), πριν από λίγο καιρό, το Ινστιτούτο Πολιτιστικών Μνημείων και η Περιφερειακή Διεύθυνση Αυλώνας αποφάσισαν ότι, προκειμένου να επισκεφθεί κανείς μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους, θα πρέπει να καταβάλει το αντίστοιχο εισιτήριο ύψους εκατό λεκ.
Ομως, εισιτήριο απαιτείται και για την είσοδο στη Μονή του Αγίου Νικολάου στο Μεσοπόταμο, στη Μονή των Αγίων Σαράντα στους λόφους πάνω από την πόλη αλλά και για το Κάστρο της Χειμάρρας.

«Υπάρχουν στη λίστα και αρχαιολογικοί χώροι αλλά εκεί ισχύει ό,τι και στη διεθνή πρακτική», σημειώνεται στο σχετικό δημοσίευμα.

Στο πλαίσιο αυτό, οι ορθόδοξοι ομογενείς κάνουν λόγο για «περιορισμό στη χρήση λατρευτικών χώρων και άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας», που προκύπτει «και στην περίπτωση με το Κάστρο της Χειμάρρας, καθώς κι εκεί υπάρχουν εκκλησίες οι οποίες πλέον θέλουν εισιτήριο επίσκεψης. Το συγκεκριμένο Κάστρο είναι κατοικημένο και ως εκ τούτου το εισιτήριο των υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού είναι άλλο τόσο προκλητικό καθώς θα καλείται κανείς να αποδείξει ότι ζει εκεί για να μην καταβάλει το φόρο».

Το ζήτημα που προκύπτει, σύμφωνα με τον πρόεδρο της «Ομόνοιας», Λεωνίδα Παπά, είναι σοβαρό και αφορά στην ακίνητη και την κινητή περιουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας που είχε κατασχεθεί από το κομμουνιστικό καθεστώς του Χότζα. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής, θα πρέπει «σίγουρα να γίνουν βήματα ώστε να επιστραφούν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας όλα όσα κατασχέθηκαν επί Χότζα. Και δεν πρόκειται να δείξουμε καμία ανοχή ούτε να επιτρέψουμε να πληρώνουμε εισιτήριο για να μπούμε σε ναούς που χτίστηκαν από τους προγόνους μας».

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του παραρτήματος της «Ομόνοιας» στη Χειμάρρα, Φρέντης Μπελέρης, τονίζει ότι στην ουσία πρόκειται για «μια συνέχιση της πολιτικής διώξεων εναντίον του ορθόδοξου και του ελληνικού στοιχείου από την πιο ανθελληνική κυβέρνηση που έχει υπάρξει από τη μετακομμουνιστική περίοδο και μετά…».
Πάντως και για την ιστορία, δεν είναι η πρώτη φορά όπου η γείτων χώρα «προκαλεί το θρησκευτικό αίσθημα» της Ομογένειας.

Το 2009 νόμος του αλβανικού κράτους ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ του Υπουργικού Συμβουλίου της Δημοκρατίας της Αλβανίας και της Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας. Πάγιο αίτημα της Εκκλησίας της Αλβανίας ήταν και είναι η επιστροφή σε εκείνη της ακίνητης και της κινητής περιουσίας της που είχε δημευθεί επί Χότζα. Πρόκειται για ναούς, μονές, ιερά λείψανα, εικόνες και άλλα αντικείμενα λατρείας. Παρά τις πιέσεις της Αθήνας, τα χρόνια περνούν και όμως οι αλβανικές Αρχές δεν έχουν προβεί σε καμία ουσιαστική ενέργεια.

Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και Πάσης Αλβανίας, κ. Αναστάσιος, που βρίσκεται στο πηδάλιο της Εκκλησίας από το 1992, επανειλημμένως έχει ζητήσει να «ενεργοποιηθεί» ο σχετικός νόμος.

Πριν από περίπου ένα χρόνο, είχαν προκληθεί οξύτατες αντιδράσεις όταν καλλίγραμμα μοντέλα, που είχαν ντυθεί νύφες, φωτογραφήθηκαν μέσα σε ορθόδοξους ιστορικούς ναούς, πάνω στο Δεσποτικό Θρόνο και στην Ωραία Πύλη, στο εικονοστάσι, που βρίσκονται στο Βεράτι και στο Ελμπασάν. Τότε η αντίδραση της Ιεράς Συνόδου της Αρχιεπισκοπής Τιράνων ήταν άμεση. Σε ανακοίνωσή της εξέφραζε τη διαμαρτυρία της «διότι κρατικές υπηρεσίες, οι οποίες κατακρατούν μετά από είκοσι πέντε χρόνια Δημοκρατίας τους ιερούς αυτούς χώρους, δίνουν άδειες που βεβηλώνουν τα ιερά και τα όσια της Ορθοδόξου Εκκλησίας».

Την άδεια, όπως είχε γίνει γνωστό, είχε δώσει το αλβανικό υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο, πριν από περίπου δύο χρόνια, είχε αποφασίσει να παραχωρήσει σε ιδιώτες τα πολιτιστικά μνημεία «για την ενοικίαση και τη διαχείριση πολιτιστικών μνημείων με σκοπό την αναζωογόνησή τους» με την αιτιολογία ότι δεν είχε τα κονδύλια για να τα διαχειριστεί. Ο σχετικός νόμος άρχισε να έχει νομική ισχύ στις 17 Μαρτίου 2016.

Στη λίστα με τα πολιτιστικά μνημεία στην Αλβανία προκύπτουν ότι έχουν κηρυχθεί πολιτιστικά μνημεία τουλάχιστον 125 εκκλησίες και 36 μοναστήρια, ένα μεγάλο μέρος των οποίων είναι υπό τη διαχείριση του αλβανικού κράτους ως μουσεία και Εκθέσεις Βυζαντινής Τέχνης και Αγιογραφίας.

Η «καταπιεστική», όπως τη χαρακτηρίζουν ομογενείς της Βορείου Ηπείρου, πολιτική της γείτονος χώρας κορυφώθηκε το 2015. Τότε, συνεργεία κατεδάφισαν το Ναό του Αγίου Αθανασίου στους Δρυμάδες Χειμάρρας. Η αντίδραση της Αθήνας υπήρξε άμεση με διάβημα προς τον Αλβανό πρέσβη στην Αθήνα και με επιστολές διαμαρτυρίας προς, μεταξύ άλλων, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το γεγονός είχε καταδικάσει και η Εκκλησία της Αλβανίας, η οποία κατά την επίσημη ανακήρυξη της Αλβανίας σε άθεο κράτος με διάταγμα στις 22.11.1967 δέχτηκε σφοδρότατη επίθεση. Εκατοντάδες ναοί κατεδαφίστηκαν, άλλοι μετατράπηκαν σε μηχανουργεία, στάβλους, αποθήκες, κινηματογράφους, λέσχες. Ολες σχεδόν οι μονές καταστράφηκαν ή έγιναν στρατιωτικοί καταυλισμοί. Οι κληρικοί αποσχηματίσθηκαν, πολλοί οδηγήθηκαν στη φυλακή ή στην εξορία.

Με την πτώση του αθεϊστικού καθεστώτος, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας προσπάθησε να αναγεννηθεί από τις στάχτες της. Ως αποτέλεσμα του έργου του κ. Αναστασίου συγκροτήθηκαν πάνω από 400 ενορίες και 50 Κέντρα Νεολαίας σε διάφορες πόλεις. Χειροτόνησε 145 νέους κληρικούς, ενώ μερίμνησε για την ανοικοδόμηση 150 νέων ναών, την αναστήλωση 70 μοναστηριών και εκκλησιών-πολιτιστικών μνημείων και την επισκευή 160 ναών και 45 εκκλησιαστικών κτιρίων.


ΒΑΛΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής

Σχόλια